- κράνος
- Προστατευτικό κάλυμμα του κεφαλιού, συνήθως μεταλλικό· περικεφαλαία, κάσκα.
Στην ομηρική εποχή κατασκεύαζαν το κ. από δέρμα ζώου (ταύρου, λύκου, σκύλου κλπ.) και το επένδυαν με χάλκινες πλάκες. Στην αρχαία Ελλάδα κατασκευαζόταν σε διάφορες παραλλαγές, ανάλογα με την περιοχή. Τα κυριότερα είδη είναι το αττικό, το κορινθιακό, το σπαρτιατικό, το βοιωτικό και το ετρουσκικό και ρωμαϊκό κ.
Τα κύριο χαρακτηριστικό του πρώτου είδους ήταν το ελαφρώς στρογγυλό μέτωπο. Όταν έφερε επίρρινον, αυτό ήταν μικρό, ενώ σε περίπτωση προσθήκης παραγναθίδων, αυτές ήταν κινητές· επίσης, το κ. αυτού του είδους δεν προστάτευε τα αφτιά. Παράδειγμα αττικού κ. είναι εκείνο που φέρει ο οπλίτης της στήλης του Αριστίωνα, στο Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών, καθώς και εκείνα των ιππέων της ζωφόρου του Παρθενώνα, που παριστάνει την πομπή των Παναθηναίων. Οι ιππείς αυτοί φορούν κ. χωρίς λοφίο ή και απλό δερμάτινο σκούφο με παραγναθίδες που ενώνονται πάνω από το κεφάλι. Πολλά κορινθιακά κ. βρέθηκαν στην Ολυμπία. Ένα μάλιστα φέρει επιγραφή αφιερωμένη στον Δία από τους Αργείους, που το χαρακτήριζαν λάφυρον. Επίσης, το κορινθιακό κ. υπάρχει στα νομίσματα της Κορίνθου, ενώ το Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών διαθέτει πλούσια συλλογή από ανάλογα κ. Το σπαρτιατικό κ. είναι χάλκινο και καταλήγει σε αιχμή. Πολλά τέτοια κ. βρέθηκαν στη Δωδώνη, τα οποία μοιάζουν εξαιρετικά με τα αρκαδικά. Ωστόσο δεν ήταν όλα κατασκευασμένα από μέταλλο, ενώ ο Θουκυδίδης αναφέρει ότι τα σπαρτιατικά κ. ήταν ευάλωτα στα χτυπήματα. Το βοιωτικό κ., που ονομαζόταν βοιωτουργίς, είχε σχήμα κωνικού σκούφου με επαυχένιον. Ανάλογο είναι το θεσσαλικό και το μακεδονικό κράνος. Οι Λατίνοι φορούσαν σκούφους από δέρμα λύκου. Τα μετάλλινα κ. τους είχαν σχήμα σκούφου, κωνικού ή τριγωνικού, με κομβίον στην κορυφή και τρύπες στην περιφέρεια, και δεν έφεραν επαυχένιον ούτε παραγναθίδες. Στη διάρκεια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας τα κ. ήταν χάλκινα ελληνικού τύπου και τον 2o αι. π.Χ. οι αξιωματικοί φορούσαν κ. με λοφίο διακοσμημένο με τρεις φτερούγες, κόκκινες ή μαύρες, αρκετού μήκους, έτσι ώστε οι αξιωματικοί να φαντάζουν πανύψηλοι και επιβλητικοί. Οι πεζοί στρατιώτες έφεραν μικρά κ., οι εκατόνταρχοι είχαν επάργυρο λοφίο στα κ. τους και οι αγγελιαφόροι και σημαιοφόροι κάλυπταν τα κ. τους με τριχωτό δέρμα αρκούδας για να φαίνονται άγριοι. Εκτός από τα πολεμικά, υπήρχαν και τα κ. των πυγμάχων, που ήταν συνήθως μικρά, με λεία προσωπίδα και με μια μεγάλη τρύπα, ή με πολλές και μικρές στη μέση. Το λοφίο ήταν στολισμένο με φτερά ή με μορφές ζώων.
Κ. φορούν και οι σύγχρονοι πολεμιστές κατά τη διάρκεια κυρίως των πολεμικών επιχειρήσεων. Εκτός όμως από τον στρατό, το κ. χρησιμοποιείται και σε διάφορα σύγχρονα επαγγέλματα. Επίσης, κ. φορούν οι άνδρες των δυνάμεων καταστολής της αστυνομίας, οι πιλότοι αεριωθούμενων αεροπλάνων, οι μοτοσικλετιστές, οι οδηγοί αγωνιστικών αυτοκινήτων κ.ά.
Το κράνος είναι αναπόσπαστο εξάρτημα της στολής των σύγχρονων στρατιωτών, κατά τη διάρκεια των πολεμικών επιχειρήσεων (φωτ. ΑΠΕ).
Οι οδηγοί αγώνων αυτοκινήτων και μοτοσικλετών είναι υποχρεωμένοι να φορούν κράνος (φωτ. ΑΠΕ).
* * *(I)το (AM κράνος)στρογγυλό προστατευτικό κάλυμμα τού κεφαλιού κατασκευασμένο από μέταλλο ή άλλο ανθεκτικό υλικό (α. «κράνος μοτοσυκλετιστή» β. «κράνος πυροσβέστη» γ. «θώρακα ἐποιήσατο και χρυσοῡν κράνος», Ξεν.)νεοελλ.1. ελαφρό καπέλο από φελό και ύφασμα που χρησιμοποιείται στις θερμές χώρες2. το ορειχάλκινο επικάλυμμα τής πυξιδοθήκης3. (ψυχιατρ.) «νευρασθενικό κράνος» — το αίσθημα περίσφιγξης τής κεφαλής, που αποτελεί ένα από τα συμπτώματα νευρασθένειας4. ζωολ. ζυγό και ανεξάρτητο τμήμα τής μασητικής συσκευής τών εντόμων, αλλ. γαλέααρχ.1. κάλυμμα, σκέπασμα2. κριός στην πρώρα πλοίου.[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται στην παρεκτεταμένη μορφή kr-n- τής συνεσταλμένης βαθμίδας τής ΙΕ ρίζας *ker-ә- τών κάρα*, κέρας*, όπως ακριβώς το λατ. cornu «κέρας». Αβάσιμες θεωρούνται οι συνδέσεις με τα κάρυον, κραναός.ΠΑΡ. νεοελλ. κρανικός.ΣΥΝΘ. κρανοποιόςαρχ.κρανοποιία, κρανοποιώ, κρανουργία, κρανουργόςνεοελλ.κρανοειδής, κρανοφόρος].————————(II)κράνος, ἡ (AM)μσν.το κράνο*.αρχ.ράβδος από ξύλο κρανιάς.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κράνον κατά τα ουδ. σε -ος].
Dictionary of Greek. 2013.